Στην Αγόριανη, όπως και στις περισσότερες περιοχές της επαρχίας της Ελλάδας, υπάρχουν ιδιωματισμοί και διάλεκτοι. Παραθέτουμε ενδεικτικά ορισμένες από τις λέξεις – ιδιώματα που χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν οι κάτοικοι του χωριού εδώ και πολλές δεκαετίες, όπως αναφέρονται στο βιβλίο του Σταύρου Νικ. Χριστοδουλάκη “Η Αγόριανη του Θρύλου και της Παράδοσης”:
αγκορτσιά: αγραπιδιά (άγρια αχλαδιά)
αγκωνάρι: πελεκητή πέτρα
αντάρα: ομίχλη
ασίκης: μάγκας
αστραπόβολο: κεραυνός
βαγένι: ξύλινο κρασοβάρελο, ξύλινο στεφάνι του μύλου
βακαλάος: μπακαλιάρος
βέργα: βλαστός
βελέτζα: χοντρό χαλί
βίτσα: μαστίγιο
γαλιάντρα: πτηνό, τσαχπίνα γυναίκα
γιουρούκης: κλέφτης
γκιόσα: γίδα, προβατίνα
γούβης: νυχτοπούλι
γούρνα: στέρνα, δεξαμενή,
δέση: αυλάκι
ζεμπερέκι: παλιό πόμολο πόρτας
ζουνάρι ή ζωστήρα: ζώνη
θεριστής: Ιούνιος
ιλάλι: χάσου!
καγιανάς: φαγητό από χτυπημένα αυγά, τριμένη ντομάτα, παστό χοιρινό και παστά λουκάνικα
κακαράτζα: κοπριά
καντήλα: εξάνθημα
καρδάρα: δοχείο
καρούτζος: καρωτίδα
κασόνι: μακρύς ξύλινος αποθηκευτικός χώρος δημητριακών με χωρίσματα
κατακέφαλο: χαστούκι
κατρούτσο: κανάτα κρασιού
κατσούλι: μικρή γάτα
κιούπι: μεγάλο πιθάρι
κεραμιδαριό: σκεπή
κορίτα: πέτρινη ποτίστρα για τα γουρούνια και τις κότες
κουρμπένι: αναρριχώμενο φυτό
λαδούσα: μεγάλο πλαστικό δοχείο για το λάδι
λιοτρίβι: ελαιοτριβείο
λότζα: πρόχειρο κατάλυμα στο χωράφι, πρόχειρο κατάλυμα για προφύλαξη από τη βροχή και για τοποθέτηση αντικειμένων στον εκεί χώρο
μαμουκαλιά: κουτσουπιά
μούργα: το κατακάθι του λαδιού
μουργέλα: μεγάλη μύγα που πίνει το αίμα των μουλαριών και των γαϊδουριών
μπουζί: μικρό γουρουνάκι
μουνουχισμένος ή μουνούχος: ευνουχισμένος
μπράσκα: δηλητηριώδης βάτραχος
μπουρτάω: κουτουλάω (για τα αιγοπρόβατα)
νάκα: δερμάτινο είδος για τη μεταφορά μωρού
ντραγάτης: αγροφύλακας
ντορβάς: σακίδιο από ειδικό καραβόπανο όπου τοποθετείται ο καρπός για τα ζώα, πανί που χρησιμοποιείται στο ελαιοτριβείο
όχτος: φράχτης
πιργιόνι: λίμα ή πριόνι
προσκομίδι: ζυμωτό αρτίδιο που μοιράζεται στους παρευρισκόμενους προ της τέλεσης του μνημοσύνου
ράμα: σπάγκος
ρέφτης: η κατάληξη του κεραμιδιού, απ’ όπου πέφτει το νερό της βροχής
ροΐ: τσίγκινο δοχείο οικιακής χρήσης για το λάδι
ρούγα: γειτονιά
σέκιο: κουβάς
σκαρίζω: βγαίνω από το σπίτι μου
σκραπιάς: σκορπιός
στιλιάρι: ξύλο για αγροτικά εργαλεία
στρωσίδι: στρώμα ύπνου
σφονταμιά: βελανιδιά
τηράω: βλέπω
τροκάνι: κουδούνι για ζώα
τσέπια: κέρατα ζώου
τσεμπέρι: κεφαλομάντηλο γυναίκας
φουσκί: κοπριά
χαγιάτι: μπαλκόνι στο ανατολικό μέρος του σπιτιού
χαρανί: μεγάλο καζάνι, δοχείο αποθήκευσης
χλένη: μπουφάν (τζάκετ)
χουλιάρι: κουτάλι